πεμπτάμερος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
(6_20)
(sl1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεμπτάμερος''': πεμπτάς, ἴδε ἐν λ. [[πεμπάς]].
|lstext='''πεμπτάμερος''': πεμπτάς, ἴδε ἐν λ. [[πεμπάς]].
}}
{{Slater
|sltr=[[πεμπτάμερος]],<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b>on the [[fifth]] [[day]] v. [[πεμπάμερος]].]
}}
}}

Revision as of 12:20, 17 August 2017

German (Pape)

[Seite 553] dor. statt πενθήμερος, fünftägig, Pind. Ol. 5, 6, ἀέθλων πεμπταμέροις ἁμίλλαις.

Greek (Liddell-Scott)

πεμπτάμερος: πεμπτάς, ἴδε ἐν λ. πεμπάς.

English (Slater)

πεμπτάμερος,
   1on the fifth day v. πεμπάμερος.]