ἀρωματίζω: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρωματίζω''': ποιῶ τι ἀρωματῶδες δι’ ἀναμίξεως ἀρωμάτων, [[ἔνιοι]] κηρὸν ἢ [[στέαρ]] ἀρωματίσαντες συμμαλάσσουσιν Διοσκ. 1. 79, 2. 91, 1. 60· παθ. 2. 91. 2) ἔχω ἀρωματικὴν γεῦσιν ἢ ὀσμήν, τὴν [[ἄλλην]] ὕλην τὴν ἀρωματίζουσαν πολλὴν φέρει Διόδ. 2. 49· εὐωδίας ἀρωματιζούσης Πλούτ. 2. 623E· οὐδὲ τὴν ῥίζαν πικρὰν ἢ ἀρωματίζουσαν ἔχει Διοσκ. 1. 7.
|lstext='''ἀρωματίζω''': ποιῶ τι ἀρωματῶδες δι’ ἀναμίξεως ἀρωμάτων, [[ἔνιοι]] κηρὸν ἢ [[στέαρ]] ἀρωματίσαντες συμμαλάσσουσιν Διοσκ. 1. 79, 2. 91, 1. 60· παθ. 2. 91. 2) ἔχω ἀρωματικὴν γεῦσιν ἢ ὀσμήν, τὴν [[ἄλλην]] ὕλην τὴν ἀρωματίζουσαν πολλὴν φέρει Διόδ. 2. 49· εὐωδίας ἀρωματιζούσης Πλούτ. 2. 623E· οὐδὲ τὴν ῥίζαν πικρὰν ἢ ἀρωματίζουσαν ἔχει Διοσκ. 1. 7.
}}
{{bailly
|btext=avoir une odeur aromatique.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρωμα]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρωμᾰτίζω Medium diacritics: ἀρωματίζω Low diacritics: αρωματίζω Capitals: ΑΡΩΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: arōmatízō Transliteration B: arōmatizō Transliteration C: aromatizo Beta Code: a)rwmati/zw

English (LSJ)

[ᾰρ],

   A spice, στέαρ Dsc.1.66:—Pass., Id.2.76.10; ἠρωματις μένον ἔλαιον Inscr.Prien.112.62 (i B.C.).    2 intr., have a spicy flavour or scent, D.S.2.49, Str.16.2.41, Plu.2.623e.

German (Pape)

[Seite 368] würzen, Diosc.; nach Gewürz riechen, schmecken, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρωματίζω: ποιῶ τι ἀρωματῶδες δι’ ἀναμίξεως ἀρωμάτων, ἔνιοι κηρὸν ἢ στέαρ ἀρωματίσαντες συμμαλάσσουσιν Διοσκ. 1. 79, 2. 91, 1. 60· παθ. 2. 91. 2) ἔχω ἀρωματικὴν γεῦσιν ἢ ὀσμήν, τὴν ἄλλην ὕλην τὴν ἀρωματίζουσαν πολλὴν φέρει Διόδ. 2. 49· εὐωδίας ἀρωματιζούσης Πλούτ. 2. 623E· οὐδὲ τὴν ῥίζαν πικρὰν ἢ ἀρωματίζουσαν ἔχει Διοσκ. 1. 7.

French (Bailly abrégé)

avoir une odeur aromatique.
Étymologie: ἄρωμα.