κάθου: Difference between revisions

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
(6_20)
 
(Bailly1_3)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάθου''': προστ. τοῦ [[κάθημαι]], «κάθησο Ἀττικῶς, [[κάθου]] κοινῶς» Μοῖρις 215· «[[κάθου]], Ἄλεξις Ταραντίνοις, Δίφιλος Εὐνούχῳ» Ἀντιαττικιστὴς ἐν Α. Β. 100, 31.
|lstext='''κάθου''': προστ. τοῦ [[κάθημαι]], «κάθησο Ἀττικῶς, [[κάθου]] κοινῶς» Μοῖρις 215· «[[κάθου]], Ἄλεξις Ταραντίνοις, Δίφιλος Εὐνούχῳ» Ἀντιαττικιστὴς ἐν Α. Β. 100, 31.
}}
{{bailly
|btext=<i>2ᵉ sg. impér. prés. poét. de</i> [[κάθημαι]];<br /><i>2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. de</i> [[καθίημι]].
}}
}}

Revision as of 19:47, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

κάθου: προστ. τοῦ κάθημαι, «κάθησο Ἀττικῶς, κάθου κοινῶς» Μοῖρις 215· «κάθου, Ἄλεξις Ταραντίνοις, Δίφιλος Εὐνούχῳ» Ἀντιαττικιστὴς ἐν Α. Β. 100, 31.

French (Bailly abrégé)

2ᵉ sg. impér. prés. poét. de κάθημαι;
2ᵉ sg. impér. ao.2 Moy. de καθίημι.