δοχμόομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
(6_20)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δοχμόομαι''': παθ., στρέφομαι, [[κλίνω]] πρὸς τὰ πλάγια, κυρτοῦμαι, δοχμωθεὶς λέγεται ἐπὶ κάπρου στρεφομένου ἢ κλίνοντος ἑαυτόν, [[ὅπως]] διασπαράξῃ τὸν ἐχθρόν του, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 389· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 146· πρβλ. [[κυρτόω]]. ― Ὁ ἐνεργ. ἀόρ. δόχμωσε, μέσ. δοχμώσατο ἀπαντῶσι παρὰ Νόνν. Δ. 42. 182., 37. 254.
|lstext='''δοχμόομαι''': παθ., στρέφομαι, [[κλίνω]] πρὸς τὰ πλάγια, κυρτοῦμαι, δοχμωθεὶς λέγεται ἐπὶ κάπρου στρεφομένου ἢ κλίνοντος ἑαυτόν, [[ὅπως]] διασπαράξῃ τὸν ἐχθρόν του, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 389· [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 146· πρβλ. [[κυρτόω]]. ― Ὁ ἐνεργ. ἀόρ. δόχμωσε, μέσ. δοχμώσατο ἀπαντῶσι παρὰ Νόνν. Δ. 42. 182., 37. 254.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δοχμόομαι:''' Παθ., στρέφομαι, [[κλίνω]] προς τα πλάγια· <i>δοχμωθείς</i>, λέγεται για κάπρο που κυρτώνει τη [[ράχη]] [[πριν]] επιτεθεί στον εχθρό του, σε Ησίοδ.· ομοίως για τον Ερμή, καμπυλώνοντας το [[βέλος]] και περνώντας το μέσα από μια [[κλειδαρότρυπα]], σε Ομηρ. Ύμν.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοχμόομαι Medium diacritics: δοχμόομαι Low diacritics: δοχμόομαι Capitals: ΔΟΧΜΟΟΜΑΙ
Transliteration A: dochmóomai Transliteration B: dochmoomai Transliteration C: dochmoomai Beta Code: doxmo/omai

English (LSJ)

   A turn sideways, δοχμωθείς, of a boar turning himself to whet his tusks or rip up his enemy, Hes. Sc.389; of Hermes turning himself to dart through the keyhole, h.Merc.146.—Later in aor. Act. δόχμωσε, Med. δοχμώσατο, Nonn.D. 42.193, 37.254.

Greek (Liddell-Scott)

δοχμόομαι: παθ., στρέφομαι, κλίνω πρὸς τὰ πλάγια, κυρτοῦμαι, δοχμωθεὶς λέγεται ἐπὶ κάπρου στρεφομένου ἢ κλίνοντος ἑαυτόν, ὅπως διασπαράξῃ τὸν ἐχθρόν του, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 389· οὕτως ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 146· πρβλ. κυρτόω. ― Ὁ ἐνεργ. ἀόρ. δόχμωσε, μέσ. δοχμώσατο ἀπαντῶσι παρὰ Νόνν. Δ. 42. 182., 37. 254.

Greek Monotonic

δοχμόομαι: Παθ., στρέφομαι, κλίνω προς τα πλάγια· δοχμωθείς, λέγεται για κάπρο που κυρτώνει τη ράχη πριν επιτεθεί στον εχθρό του, σε Ησίοδ.· ομοίως για τον Ερμή, καμπυλώνοντας το βέλος και περνώντας το μέσα από μια κλειδαρότρυπα, σε Ομηρ. Ύμν.