μαλθακιστέον: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαλθακιστέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[μαλθακίζομαι]], δεῖ μαλθακίζεσθαι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 124D· οὕτω μαλθακιστέα Ἀριστοφ. Νεφ. 727. | |lstext='''μαλθακιστέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[μαλθακίζομαι]], δεῖ μαλθακίζεσθαι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 124D· οὕτω μαλθακιστέα Ἀριστοφ. Νεφ. 727. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μαλθακιστέον:''' ρημ. επίθ. του [[μαλθακίζομαι]], [[κάτι]] που πρέπει να κατευναστεί, σε Πλάτ.· ομοίως, μαλθακιστέα, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:04, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must be remiss, Pl.Alc.1.124d: in pl. μαλθᾰκ-ιστέα, Ar.Nu.727.
Greek (Liddell-Scott)
μαλθακιστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μαλθακίζομαι, δεῖ μαλθακίζεσθαι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 124D· οὕτω μαλθακιστέα Ἀριστοφ. Νεφ. 727.
Greek Monotonic
μαλθακιστέον: ρημ. επίθ. του μαλθακίζομαι, κάτι που πρέπει να κατευναστεί, σε Πλάτ.· ομοίως, μαλθακιστέα, σε Αριστοφ.