ἐπιμελητέον: Difference between revisions

From LSJ

γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι → the old ox is not lamented by the family members

Source
(6_20)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμελητέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιμελοῦμαι, δεῖ ἐπιμελεῖσθαι, ἐπ. [[ὅπως]]... Πλάτ. Πολ. 618Β· τινὸς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 28· [[περί]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 1.
|lstext='''ἐπιμελητέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιμελοῦμαι, δεῖ ἐπιμελεῖσθαι, ἐπ. [[ὅπως]]... Πλάτ. Πολ. 618Β· τινὸς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 28· [[περί]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 1.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιμελητέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἐπιμελέομαι]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να φροντίσει, να προσέξει, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμελητέον Medium diacritics: ἐπιμελητέον Low diacritics: επιμελητέον Capitals: ΕΠΙΜΕΛΗΤΕΟΝ
Transliteration A: epimelētéon Transliteration B: epimelēteon Transliteration C: epimeliteon Beta Code: e)pimelhte/on

English (LSJ)

   A one must take care of, pay attention, ἐ. ὅπως . . . Pl.R.618c; τινός X.Mem.2.1.28; περί τι Arist.Pol.1334b31.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμελητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιμελοῦμαι, δεῖ ἐπιμελεῖσθαι, ἐπ. ὅπως... Πλάτ. Πολ. 618Β· τινὸς Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 28· περί τι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 1.

Greek Monotonic

ἐπιμελητέον: ρημ. επίθ. του ἐπιμελέομαι, αυτό που πρέπει κάποιος να φροντίσει, να προσέξει, σε Πλάτ., Ξεν.