πράσιον: Difference between revisions

From LSJ

Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us

Source
(6_21)
(4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πράσιον''': τό, [[βοτάνη]] τις, [[ἴσως]] τραγορίγανον, Λατ. marrubium, Ἱππ. 681. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 5, Διοσκ. 3. 119. ΙΙ. ὑδρόβιόν τι [[φυτόν]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 24.
|lstext='''πράσιον''': τό, [[βοτάνη]] τις, [[ἴσως]] τραγορίγανον, Λατ. marrubium, Ἱππ. 681. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 5, Διοσκ. 3. 119. ΙΙ. ὑδρόβιόν τι [[φυτόν]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 24.
}}
{{elru
|elrutext='''πράσιον:''' (ᾰ) τό прасий (предполож. водоросль Caulerpa prolifera) Arst.
}}
}}

Revision as of 07:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πράσιον Medium diacritics: πράσιον Low diacritics: πράσιον Capitals: ΠΡΑΣΙΟΝ
Transliteration A: prásion Transliteration B: prasion Transliteration C: prasion Beta Code: pra/sion

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A horehound, Marrubium vulgare, Hp.Steril.224, Thphr.HP6.2.5, Dsc.3.105; also Marrubium peregrinum, Thphr. l.c., Nic.Th.550.    2 = τραγορίγανος λεπτόφυλλος, Dsc.3.30.    3 = βαλλωτή, Ps.-Dsc.3.103.    II a seaweed, Arist.HA591a16.

German (Pape)

[Seite 694] τό, eine Pflanze, marrubium, Theophr., Diosc., Plin.

Greek (Liddell-Scott)

πράσιον: τό, βοτάνη τις, ἴσως τραγορίγανον, Λατ. marrubium, Ἱππ. 681. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 5, Διοσκ. 3. 119. ΙΙ. ὑδρόβιόν τι φυτόν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 24.

Russian (Dvoretsky)

πράσιον: (ᾰ) τό прасий (предполож. водоросль Caulerpa prolifera) Arst.