ἱεροσύλημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(6_21)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱεροσύλημα''': τό, [[ἱερόσυλος]] [[διαρπαγή]], κλοπὴ δι’ ἱεροσυλίας, [[ἱεροσυλία]], γενομένων δὲ πολλῶν ἱεροσυλημάτων κατὰ τὴν πόλιν Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 39). - Καθ’ Ἡσύχ. «ἱεροσυλημάτων· τῶν κλοπῶν τοῦ ἱεροῦ».
|lstext='''ἱεροσύλημα''': τό, [[ἱερόσυλος]] [[διαρπαγή]], κλοπὴ δι’ ἱεροσυλίας, [[ἱεροσυλία]], γενομένων δὲ πολλῶν ἱεροσυλημάτων κατὰ τὴν πόλιν Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 39). - Καθ’ Ἡσύχ. «ἱεροσυλημάτων· τῶν κλοπῶν τοῦ ἱεροῦ».
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἱεροσύλημα]]) [[ιεροσυλώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[αντικείμενο]] που προέρχεται από [[ιεροσυλία]], το [[ιερό]] [[αντικείμενο]] που έχει κλαπεί από ναό<br /><b>αρχ.</b><br />η [[ενέργεια]] του [[ιεροσυλώ]], [[κλοπή]] ή [[διαρπαγή]] ιερών αντικειμένων, [[ιεροσυλία]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱεροσῡλημα Medium diacritics: ἱεροσύλημα Low diacritics: ιεροσύλημα Capitals: ΙΕΡΟΣΥΛΗΜΑ
Transliteration A: hierosýlēma Transliteration B: hierosylēma Transliteration C: ierosylima Beta Code: i(erosu/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A sacrilegious plunder, LXX 2 Ma.4.39; sacrilege, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1243] τό, das aus einem Tempel Geraubte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱεροσύλημα: τό, ἱερόσυλος διαρπαγή, κλοπὴ δι’ ἱεροσυλίας, ἱεροσυλία, γενομένων δὲ πολλῶν ἱεροσυλημάτων κατὰ τὴν πόλιν Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Δ΄, 39). - Καθ’ Ἡσύχ. «ἱεροσυλημάτων· τῶν κλοπῶν τοῦ ἱεροῦ».

Greek Monolingual

το (Α ἱεροσύλημα) ιεροσυλώ
νεοελλ.
το αντικείμενο που προέρχεται από ιεροσυλία, το ιερό αντικείμενο που έχει κλαπεί από ναό
αρχ.
η ενέργεια του ιεροσυλώ, κλοπή ή διαρπαγή ιερών αντικειμένων, ιεροσυλία.