κατάδημα: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_21)
(19)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάδημα''': τό, [[λέξις]] ἀδήλου σημασίας ἐν Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3.
|lstext='''κατάδημα''': τό, [[λέξις]] ἀδήλου σημασίας ἐν Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάδημα]], τὸ (Α) [[καταδέω]] (Ι)]<br />[[διάδημα]], [[ταινία]] κεφαλιού.
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάδημα Medium diacritics: κατάδημα Low diacritics: κατάδημα Capitals: ΚΑΤΑΔΗΜΑ
Transliteration A: katádēma Transliteration B: katadēma Transliteration C: katadima Beta Code: kata/dhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A band, fastening, Arist.Pr.938a14.

Greek (Liddell-Scott)

κατάδημα: τό, λέξις ἀδήλου σημασίας ἐν Ἀριστ. Προβλ. 25. 2, 3.

Greek Monolingual

κατάδημα, τὸ (Α) καταδέω (Ι)]
διάδημα, ταινία κεφαλιού.