γναφάλιον: Difference between revisions
From LSJ
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
(6_21) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γναφάλιον''': τό, [[φυτόν]] τι κεκαλυμμένον ὑπὸ μεταξώδους χνοῦ, ἐν χρήσει πρὸς γέμισιν προσκεφαλαίων καὶ στρωμνῶν, Λατ. gnaphalium, Διοσκ. 3. 132, Πλίν. 27. 10· πρβλ. [[κνάφαλλον]]. | |lstext='''γναφάλιον''': τό, [[φυτόν]] τι κεκαλυμμένον ὑπὸ μεταξώδους χνοῦ, ἐν χρήσει πρὸς γέμισιν προσκεφαλαίων καὶ στρωμνῶν, Λατ. [[gnaphalium]], Διοσκ. 3. 132, Πλίν. 27. 10· πρβλ. [[κνάφαλλον]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 27 April 2022
Greek (Liddell-Scott)
γναφάλιον: τό, φυτόν τι κεκαλυμμένον ὑπὸ μεταξώδους χνοῦ, ἐν χρήσει πρὸς γέμισιν προσκεφαλαίων καὶ στρωμνῶν, Λατ. gnaphalium, Διοσκ. 3. 132, Πλίν. 27. 10· πρβλ. κνάφαλλον.