σκυθάριον: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(6_22)
(37)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῠθάριον''': τό, σκυθικὸν [[ξύλον]], = [[θάψος]], Σχόλ. εἰς θεόκρ. 2. 88.
|lstext='''σκῠθάριον''': τό, σκυθικὸν [[ξύλον]], = [[θάψος]], Σχόλ. εἰς θεόκρ. 2. 88.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[Σκύθης]] / [[Σκυθία]]<br />σκυθικό [[ξύλο]].
}}
}}

Revision as of 12:30, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 906] τό, scythisches Holz, = θάψος, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠθάριον: τό, σκυθικὸν ξύλον, = θάψος, Σχόλ. εἰς θεόκρ. 2. 88.

Greek Monolingual

τὸ, Α Σκύθης / Σκυθία
σκυθικό ξύλο.