σκόρδον: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(6_22)
(eksahir)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκόρδον''': τό, μεταγενέστ. [[τύπος]] ἀντὶ [[σκόροδον]], «[[σκόρδον]]», [[συχν]]. ἐν τῷ Γεωπ., κλπ.· καὶ ἐν χρήσει [[χάριν]] τοῦ μέτρου παρὰ τῷ Κράτ. ἐν Διογ.Λ. 6. 85· - ὑποκορ. σκορδόνιον, τό, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 112.
|lstext='''σκόρδον''': τό, μεταγενέστ. [[τύπος]] ἀντὶ [[σκόροδον]], «[[σκόρδον]]», [[συχν]]. ἐν τῷ Γεωπ., κλπ.· καὶ ἐν χρήσει [[χάριν]] τοῦ μέτρου παρὰ τῷ Κράτ. ἐν Διογ.Λ. 6. 85· - ὑποκορ. σκορδόνιον, τό, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 112.
}}
{{eles
|esgtx=[[ajo]]
}}
}}

Revision as of 10:31, 22 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκόρδον Medium diacritics: σκόρδον Low diacritics: σκόρδον Capitals: ΣΚΟΡΔΟΝ
Transliteration A: skórdon Transliteration B: skordon Transliteration C: skordon Beta Code: sko/rdon

English (LSJ)

τό,

   A = σκόροδον, Crates Theb.4.5 D., IG22.1184.15 (iv B.C.), PSI4.332.6 (iii B.C.), PTeb.717.5 (ii B.C.), LXX Nu.11.5, Phld.Po.2.52, Dsc.2.152, IG3.73.10, Edict.Diocl.6.23, Gp.12.8.8, etc.: prov., μὴ σκόρδου (sc. φάγω) 'anything for a quiet life', prob. in Cic.Att.13.42.3; cf. σκόροδον: codd. of Thphr. have both σκόρδον (HP1.10.7, al.) and σκόροδον (1.6.9, al., Od.63):—Dim. σκορδόνιον, τό, Dsc.Eup.2.119; σκορδ-σνίαν καλοῦσιν οἱ Ῥωμαῖοι Orib. ap. Aët.11.10 (s.v.l.).    II ἡ ἀνθρωπίνη κόπρος ἐστὶν τὸ λεγόμενον σκόρδον PHolm.9.26.

German (Pape)

[Seite 904] τό, verkürzt statt σκόροδον, D. L. 6, 85.

Greek (Liddell-Scott)

σκόρδον: τό, μεταγενέστ. τύπος ἀντὶ σκόροδον, «σκόρδον», συχν. ἐν τῷ Γεωπ., κλπ.· καὶ ἐν χρήσει χάριν τοῦ μέτρου παρὰ τῷ Κράτ. ἐν Διογ.Λ. 6. 85· - ὑποκορ. σκορδόνιον, τό, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 112.

Spanish

ajo