ἐπίχωμα: Difference between revisions

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source
(6_21)
(14)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίχωμα''': τό, ἐπισώρευσις χώματος, μεταγεν. ἐπιχωματισμός, ὁ, ὡς καὶ νῦν καὶ [[ῥῆμα]] ἐπιχωματίζω, μεταγ.
|lstext='''ἐπίχωμα''': τό, ἐπισώρευσις χώματος, μεταγεν. ἐπιχωματισμός, ὁ, ὡς καὶ νῦν καὶ [[ῥῆμα]] ἐπιχωματίζω, μεταγ.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐπίχωμα]]) [[επιχώννυμι]]<br />[[επισώρευση]] χώματος και άλλων υλικών σε κάποια [[θέση]] για [[ανύψωση]] της επιφάνειας του εδάφους ή για την [[πλήρωση]] κοιλωμάτων, τάφρων κ.λπ.<br /><b>νεοελλ.</b><br />όγκος χώματος [[μπροστά]] στο [[χαράκωμα]] για [[προστασία]] από τις βολές του πεζικού.
}}
}}

Latest revision as of 07:12, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1005] τό, das darauf Aufgeschüttete, Wall, Damm.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχωμα: τό, ἐπισώρευσις χώματος, μεταγεν. ἐπιχωματισμός, ὁ, ὡς καὶ νῦν καὶ ῥῆμα ἐπιχωματίζω, μεταγ.

Greek Monolingual

το (AM ἐπίχωμα) επιχώννυμι
επισώρευση χώματος και άλλων υλικών σε κάποια θέση για ανύψωση της επιφάνειας του εδάφους ή για την πλήρωση κοιλωμάτων, τάφρων κ.λπ.
νεοελλ.
όγκος χώματος μπροστά στο χαράκωμα για προστασία από τις βολές του πεζικού.