σκιμπόδιον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκιμπόδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σκίμπους]], Φιλήμ. ἐν «Ἐφεδρ.» 1, Λουκ. Ὄν. 3, κτλ.· οὕτω σκιμποδίσκος, ὁ, Συνέσ. 23D.
|lstext='''σκιμπόδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σκίμπους]], Φιλήμ. ἐν «Ἐφεδρ.» 1, Λουκ. Ὄν. 3, κτλ.· οὕτω σκιμποδίσκος, ὁ, Συνέσ. 23D.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[σκίμπους]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκιμπόδιον Medium diacritics: σκιμπόδιον Low diacritics: σκιμπόδιον Capitals: ΣΚΙΜΠΟΔΙΟΝ
Transliteration A: skimpódion Transliteration B: skimpodion Transliteration C: skimpodion Beta Code: skimpo/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of σκίμπους, Philem.26, Luc.Asin.3, etc.

German (Pape)

[Seite 899] τό, = Folgdm; Luc. as. 3; Ath. XII, 550 f. Schol. Ar. Nubb. 255, Lob. Phryn. 62.

Greek (Liddell-Scott)

σκιμπόδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκίμπους, Φιλήμ. ἐν «Ἐφεδρ.» 1, Λουκ. Ὄν. 3, κτλ.· οὕτω σκιμποδίσκος, ὁ, Συνέσ. 23D.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de σκίμπους.