χελωνάριον: Difference between revisions

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
(6_22)
(46)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χελωνάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[χελώνη]], μικρὰ [[χελώνη]], Ἀρρ. Περίπλ. σ. 7. 16, ἔκδ. Ὀξ. 2) = [[κωλυμάτιον]], πιθανῶς ἐκ τῆς σημασίας τοῦ [[χελώνη]] ΙΙΙ, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 128, κ. ἀλλ.
|lstext='''χελωνάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[χελώνη]], μικρὰ [[χελώνη]], Ἀρρ. Περίπλ. σ. 7. 16, ἔκδ. Ὀξ. 2) = [[κωλυμάτιον]], πιθανῶς ἐκ τῆς σημασίας τοῦ [[χελώνη]] ΙΙΙ, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 128, κ. ἀλλ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>1.</b> όστρακο από μικρή [[χελώνα]]<br /><b>2.</b> [[κωλυμάτιον]], [[εξάρτημα]] μηχανής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χελώνη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στρουθ</i>-<i>άριον</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χελωνάριον Medium diacritics: χελωνάριον Low diacritics: χελωνάριον Capitals: ΧΕΛΩΝΑΡΙΟΝ
Transliteration A: chelōnárion Transliteration B: chelōnarion Transliteration C: chelonarion Beta Code: xelwna/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of χελώνη,

   A inferior tortoise-shell, Peripl. M.Rubr.10.    2 tail-piece, of the stand of a torsion-engine, Hero Bel.84.8.

German (Pape)

[Seite 1349] τό, dim. von χελώνη, kleine Schildkröte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χελωνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ χελώνη, μικρὰ χελώνη, Ἀρρ. Περίπλ. σ. 7. 16, ἔκδ. Ὀξ. 2) = κωλυμάτιον, πιθανῶς ἐκ τῆς σημασίας τοῦ χελώνη ΙΙΙ, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 128, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. όστρακο από μικρή χελώνα
2. κωλυμάτιον, εξάρτημα μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. στρουθ-άριον)].