δίκερως: Difference between revisions

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source
(6_23)
 
(Bailly1_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''δίκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, δύο κέρατα ἔχων, Ὕμν. Ὁμ. 18.2, Ἀνθ. Π. 6.32, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[δίκερως]], ων, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.5.4, 32.
|lstext='''δίκερως''': -ωτος, ὁ, ἡ, δύο κέρατα ἔχων, Ὕμν. Ὁμ. 18.2, Ἀνθ. Π. 6.32, κτλ.· [[ὡσαύτως]] [[δίκερως]], ων, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.5.4, 32.
}}
{{bailly
|btext=ως, ων ; <i>gén.</i> ωτος;<br />à deux cornes.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]], [[κέρας]].
}}
}}

Revision as of 19:52, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

δίκερως: -ωτος, ὁ, ἡ, δύο κέρατα ἔχων, Ὕμν. Ὁμ. 18.2, Ἀνθ. Π. 6.32, κτλ.· ὡσαύτως δίκερως, ων, Ἀριστ. Ἱ.Ζ.5.4, 32.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ωτος;
à deux cornes.
Étymologie: δίς, κέρας.