περιαμφιέννυμι: Difference between revisions
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(6_23) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιαμφιέννῡμι''': καὶ περιαμφιεννύω, [[περικαλύπτω]], κύκλῳ περιημφιέννυε τὴν κεφαλὴν Πλάτ. Τίμ. 76Α, | |lstext='''περιαμφιέννῡμι''': καὶ περιαμφιεννύω, [[περικαλύπτω]], κύκλῳ περιημφιέννυε τὴν κεφαλὴν Πλάτ. Τίμ. 76Α, | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και περιαμφιεννύω Α<br />[[περικαλύπτω]] [[κάτι]] από όλα τα μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀμφιέννυμι]] / <i>ἀμφιεννύω</i> «[[ντύνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
A clothe on all sides, Pl.Ti.76a.
German (Pape)
[Seite 568] (s. ἕννυμι), von allen Seiten her umkleiden, umgeben, κύκλῳ περιημφιέννυ τὴν κεφαλήν, Plat. Tim. 76 a u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιαμφιέννῡμι: καὶ περιαμφιεννύω, περικαλύπτω, κύκλῳ περιημφιέννυε τὴν κεφαλὴν Πλάτ. Τίμ. 76Α,
Greek Monolingual
και περιαμφιεννύω Α
περικαλύπτω κάτι από όλα τα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἀμφιέννυμι / ἀμφιεννύω «ντύνω»].