παρεισφρέω: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(6_23)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεισφρέω''': λαθραίως [[προσέρχομαι]], Τζέτζ. Ἱστ. 8. 493, Φώτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 499.
|lstext='''παρεισφρέω''': λαθραίως [[προσέρχομαι]], Τζέτζ. Ἱστ. 8. 493, Φώτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 499.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜ<br />[[εισέρχομαι]] ή εισάγομαι με δόλο ή [[κατά]] [[λάθος]] (α. «παρεισέφρησαν σφάλματα» β. «είχαν παρεισφρήσει αναρχικά στοιχεία).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἰσφρέω]] «[[εισδύω]], [[εισέρχομαι]]»].
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεισφρέω Medium diacritics: παρεισφρέω Low diacritics: παρεισφρέω Capitals: ΠΑΡΕΙΣΦΡΕΩ
Transliteration A: pareisphréō Transliteration B: pareisphreō Transliteration C: pareisfreo Beta Code: pareisfre/w

English (LSJ)

   A slip in, λαθραίως Tz.H.8.493.

German (Pape)

[Seite 513] eindringen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεισφρέω: λαθραίως προσέρχομαι, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 493, Φώτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 499.

Greek Monolingual

ΝΜ
εισέρχομαι ή εισάγομαι με δόλο ή κατά λάθος (α. «παρεισέφρησαν σφάλματα» β. «είχαν παρεισφρήσει αναρχικά στοιχεία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἰσφρέω «εισδύω, εισέρχομαι»].