θέμιστα: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(CSV import)
 
(6_12)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=qe/mista
|Beta Code=qe/mista
|Definition=θέμιστας, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[θέμις]].</span>
|Definition=θέμιστας, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[θέμις]].</span>
}}
{{ls
|lstext='''θέμιστα''': θέμιστας, ἴδε ἐν λ. [[θέμις]]. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[θέμιστα]]˙ ἔννομα, [[νόμιμα]]»˙ - «θέμιστας˙ νόμους, δίκας»˙ - «θέμιστες˙ μαντεῖα. χρησμοί. δίκαια. νόμοι».
}}
}}

Revision as of 10:30, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέμιστα Medium diacritics: θέμιστα Low diacritics: θέμιστα Capitals: ΘΕΜΙΣΤΑ
Transliteration A: thémista Transliteration B: themista Transliteration C: themista Beta Code: qe/mista

English (LSJ)

θέμιστας,

   A v. θέμις.

Greek (Liddell-Scott)

θέμιστα: θέμιστας, ἴδε ἐν λ. θέμις. - Καθ’ Ἡσύχ. «θέμιστα˙ ἔννομα, νόμιμα»˙ - «θέμιστας˙ νόμους, δίκας»˙ - «θέμιστες˙ μαντεῖα. χρησμοί. δίκαια. νόμοι».