ἰδιόρρυθμος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
(CSV import)
 
(6_18)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=i)dio/rruqmos
|Beta Code=i)dio/rruqmos
|Definition=ον,= <b class="b3">ἰδιότακτος</b>, Hsch.: <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> gloss on [[αὐθέκαστος]], Thom.Mag.<span class="bibl">p.25</span> R.</span>
|Definition=ον,= <b class="b3">ἰδιότακτος</b>, Hsch.: <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> gloss on [[αὐθέκαστος]], Thom.Mag.<span class="bibl">p.25</span> R.</span>
}}
{{ls
|lstext='''ἰδιόρρυθμος''': -ον, ὁ κατ᾿ [[ἴδιον]] ῥυθμόν, [[ἴδιον]] τρόπον βιῶν, ὁ ζῶν ὡς αὐτὸς ἀρέσκεται νὰ ζῇ, Μαρκ. Ἐρημ. 1036D· [[ἰδιότροπος]], Εὐστ. Πονημάτ. 64· 63, = [[αὐθέκαστος]], Θωμ. Μάγιστρ. 123. ΙΙ. = [[αὐτόνομος]], Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 128. 20. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἰδιόρρυθμον· ἰδιότακτον».
}}
}}

Revision as of 11:38, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐόρρυθμος Medium diacritics: ἰδιόρρυθμος Low diacritics: ιδιόρρυθμος Capitals: ΙΔΙΟΡΡΥΘΜΟΣ
Transliteration A: idiórrythmos Transliteration B: idiorrythmos Transliteration C: idiorrythmos Beta Code: i)dio/rruqmos

English (LSJ)

ον,= ἰδιότακτος, Hsch.:

   A gloss on αὐθέκαστος, Thom.Mag.p.25 R.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιόρρυθμος: -ον, ὁ κατ᾿ ἴδιον ῥυθμόν, ἴδιον τρόπον βιῶν, ὁ ζῶν ὡς αὐτὸς ἀρέσκεται νὰ ζῇ, Μαρκ. Ἐρημ. 1036D· ἰδιότροπος, Εὐστ. Πονημάτ. 64· 63, = αὐθέκαστος, Θωμ. Μάγιστρ. 123. ΙΙ. = αὐτόνομος, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 128. 20. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἰδιόρρυθμον· ἰδιότακτον».