περικρεμής: Difference between revisions
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />rempli de choses suspendues.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κρεμάννυμι]]. | |btext=ής, ές :<br />rempli de choses suspendues.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κρεμάννυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, Α [[περικρεμάννυμι]]<br /><b>1.</b> αναρτημένος [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[κάτι]] κρεμασμένο [[γύρω]] [[γύρω]] («ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι», <b>Λουκιαν.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A hanging, cj. for περικρατές in Opp.H.4.541. II c. dat., hung round with, ἀγάλμασι Luc.Trag.142.
German (Pape)
[Seite 581] ές, darum od. daran hangend, ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι, Luc. Tragodop. 141, ein Tempel, in welchem Geschenke aufgehängt sind.
Greek (Liddell-Scott)
περικρεμής: -ές, ἔχων κρεμάμενα ὁλόγυρα …, ἀναθήμασι Λουκ. Τραγῳδοποδ. 141.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
rempli de choses suspendues.
Étymologie: περί, κρεμάννυμι.
Greek Monolingual
-ές, Α περικρεμάννυμι
1. αναρτημένος γύρω από κάτι
2. αυτός που έχει κάτι κρεμασμένο γύρω γύρω («ναὸς περικρεμὴς ἀναθήμασι», Λουκιαν.).