ἁ: Difference between revisions
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
(Bailly1_1) |
(1) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>dor. c.</i> ἡ, <i>fém. de</i> ὁ. | |btext=<i>dor. c.</i> ἡ, <i>fém. de</i> ὁ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἁ:'''<b class="num">I.</b> Δωρ. αντί άρθρου <i>ἡ</i>. II. <i>ἅ</i>, Δωρ. αντί της αναφορ. αντων. <i>ἥ</i>. III. <i>ᾇ</i>, Δωρ. αντί <i>ᾗ</i>, θηλ. δοτ. του <i>ὅς</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:58, 30 December 2018
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἡ, fém. de ὁ.
Greek Monotonic
ἁ:I. Δωρ. αντί άρθρου ἡ. II. ἅ, Δωρ. αντί της αναφορ. αντων. ἥ. III. ᾇ, Δωρ. αντί ᾗ, θηλ. δοτ. του ὅς.