ἰθύθριξ: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ύτριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux droits, <i>càd</i> non crépus.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[θρίξ]].
|btext=ύτριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux droits, <i>càd</i> non crépus.<br />'''Étymologie:''' [[ἰθύς]], [[θρίξ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰθύθριξ]], -ύτριχος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει ίσιες [[τρίχες]], [[ίσια]] μαλλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[θριξ]] «[[τρίχα]]»].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1245] τριχος, mit geradem, schlichtem Haare; Her. 7, 70; Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθύθριξ: ῑθ, τρῐχος, ὁ, ἡ, ἔχων τρίχας εὐθείας, ἀντίθετον τῷ οὐλόθριξ (ἔχων «σγουρὰ μαλλιά»), Ἡρόδ. 7. 70, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955.

French (Bailly abrégé)

ύτριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux droits, càd non crépus.
Étymologie: ἰθύς, θρίξ.

Greek Monolingual

ἰθύθριξ, -ύτριχος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ίσιες τρίχες, ίσια μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + θριξ «τρίχα»].