μελισσουργός: Difference between revisions
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />éleveur d’abeilles, apiculteur.<br />'''Étymologie:''' [[μέλισσα]], [[ἔργον]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />éleveur d’abeilles, apiculteur.<br />'''Étymologie:''' [[μέλισσα]], [[ἔργον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[μελισσουργός]] και αττ. τ. [[μελιττουργός]])<br />[[μελισσοκόμος]] («ἐν μιᾷ γὰρ ἢ ἐν δυσὶν ἡμέραις πλήρη εὑρίσκουσι τὰ [[σμήνη]] οἱ μελιττουργοὶ μέλιτος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> ο [[μελισσοφάγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλισσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:37, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. μελιττ-, ὁ,
A = μελισσεύς, Pl.R.564c, Lg.842d, Arist.HA554a2, Thphr.HP6.2.3, PCair.Zen.368.5, al. (iii B. C.), PTeb.5.140 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 124] att. μελιττουργός, sich mit Bienen beschäftigend; ὁ μελ., der Bienenzüchter, neben νομεύς, Plat. Legg. VIII, 842 d; Ael. H. A. 1, 9 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μελισσουργός: Ἀττ. μελιττ-, ὁ, (ἔργον) = μελισσεύς, Πλάτ. Πολ. 564C (Ἀντιγρ. μελιτουργός), Νόμ. 842D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
éleveur d’abeilles, apiculteur.
Étymologie: μέλισσα, ἔργον.
Greek Monolingual
ο (Α μελισσουργός και αττ. τ. μελιττουργός)
μελισσοκόμος («ἐν μιᾷ γὰρ ἢ ἐν δυσὶν ἡμέραις πλήρη εὑρίσκουσι τὰ σμήνη οἱ μελιττουργοὶ μέλιτος», Αριστοτ.)
νεοελλ.
ζωολ. ο μελισσοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -ουργός].