λούτριον: Difference between revisions
From LSJ
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />eau sale d’un bain.<br />'''Étymologie:''' [[λουτρόν]]. | |btext=ου (τό) :<br />eau sale d’un bain.<br />'''Étymologie:''' [[λουτρόν]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λούτριον]], τὸ (Α) [[λουτρόν]]<br />το [[νερό]] που χρησιμοποιήθηκε για [[πλύσιμο]] κάποιου («δεὸς μὴ ἐν λουτρίῳ ἀπολουσώμεθα», <b>Λουκιαν.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A water that has been used in washing, Ar.Eq. 1401, Fr.306, Luc.Lex.4. II = λουτήρ, λ. χαλκοῦν μέγα CPR p.125 (iii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
λούτριον: τό, ὕδωρ χρησιμεῦσαν εἰς λοῦσιν, ἀπόλουμα, ἀπόλουτρον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1401, Ἀποσπ. 290, Λουκ. Λεξιφ. 4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
eau sale d’un bain.
Étymologie: λουτρόν.
Greek Monolingual
λούτριον, τὸ (Α) λουτρόν
το νερό που χρησιμοποιήθηκε για πλύσιμο κάποιου («δεὸς μὴ ἐν λουτρίῳ ἀπολουσώμεθα», Λουκιαν.).