νυκτερέτης: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties

Source
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />pêcheur de nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[ἐρέτης]].
|btext=ου (ὁ) :<br />pêcheur de nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύξ]], [[ἐρέτης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτερέτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που κωπηλατεί ή ψαρεύει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νύξ</i>, <i>νυκτός</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἐρέτης]] «[[κωπηλάτης]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αυτ</i>-[[ερέτης]])].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτερέτης Medium diacritics: νυκτερέτης Low diacritics: νυκτερέτης Capitals: ΝΥΚΤΕΡΕΤΗΣ
Transliteration A: nykterétēs Transliteration B: nykteretēs Transliteration C: nykteretis Beta Code: nuktere/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who rows or fishes by night, AP6.11 (Satyr.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτερέτης: -ου, ὁ, ὁ κωπηλατῶν ἢ ἁλιεύων διὰ νυκτός, Ἀνθ. Π. 6. 11.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pêcheur de nuit.
Étymologie: νύξ, ἐρέτης.

Greek Monolingual

νυκτερέτης, ὁ (Α)
αυτός που κωπηλατεί ή ψαρεύει κατά τη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ἐρέτης «κωπηλάτης» (πρβλ. αυτ-ερέτης)].