σταίτινος: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />préparé avec de la pâte.<br />'''Étymologie:''' [[σταῖς]].
|btext=η, ον :<br />préparé avec de la pâte.<br />'''Étymologie:''' [[σταῖς]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[στάτινος]], -ίνη, -ον Α [[σταῑς</i>, <i>σταιτός]]<br /><b>1.</b> φτειαγμένος από [[ζυμάρι]]<br /><b>2.</b> (το θηλ. στον τ. [[στατίνη]]) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή».
}}
}}

Revision as of 12:31, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταίτῐνος Medium diacritics: σταίτινος Low diacritics: σταίτινος Capitals: ΣΤΑΙΤΙΝΟΣ
Transliteration A: staítinos Transliteration B: staitinos Transliteration C: staitinos Beta Code: stai/tinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of flour or dough of spelt, Hdt.2.47, Plu.Luc. 10.

German (Pape)

[Seite 928] von Weizenmehl, σταιτίνας πλάσσοοσι ὗς, Her. 2, 27.

Greek (Liddell-Scott)

σταίτινος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἀλεύρου ἢ φυράματος ζειᾶς, Ἡρόδ. 2. 47, Πλουτ. Λούκουλλ. 10· - οὕτω, σταιτήια, τά, πλακούντια ἢ ἀρτίσκοι ἐξ ἀλεύρου ζειᾶς, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
préparé avec de la pâte.
Étymologie: σταῖς.

Greek Monolingual

και στάτινος, -ίνη, -ον Α [[σταῑς, σταιτός]]
1. φτειαγμένος από ζυμάρι
2. (το θηλ. στον τ. στατίνη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ στέατος πεποιημένη καὶ ἁπ(α)λή».