καινότης: Difference between revisions
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
(Bailly1_3) |
(strοng) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> nouveauté, fraîcheur;<br /><b>2</b> nouveauté, singularité.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]]. | |btext=ητος (ἡ) :<br /><b>1</b> nouveauté, fraîcheur;<br /><b>2</b> nouveauté, singularité.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]]. | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from [[καινός]]; [[renewal]] ([[figuratively]]): [[newness]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 25 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A newness, freshness, Plu.Per.13; αἱ τῶν δερμάτων -τητες Philostr.Ep.18. 2 novelty, λόγου Th.3.38; τῶν εὑρημένων Isoc.10.2; Χρὴ γὰρ εἰς ὄχλον φέρειν . . ὅσ' ἄν τις καινότητ' ἔχειν δοκῇ Anaxandr.54.6; ἡ ἐν τοῖς σχηματισμοῖς κ. D.H.Amm.2.3: pl., καινότητες novelties, Isoc.2.41; αἱ κ. καὶ αἱ ὑπερβολαὶ τῶν τιμῶν D.C. 44.3.
German (Pape)
[Seite 1295] ητος, ἡ, Neuheit; plur., Isocr. 2, 41; Ath. III, 99 c; oft Plut., bes. mit dem Nebenbegriffe des Ungewöhnlichen, Mar. 61; αἱ καινότητες καὶ ὑπερβολαὶ τῶν τιμῶν D. C. 44, 3.
Greek (Liddell-Scott)
καινότης: -ητος, ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ καινός, τὸ καινόν, ἀπανθεῖ τις καινότης ἀεὶ ἄθικτον ὑπὸ τοῦ χρόνου διατηροῦσα τὴν ὄψιν, περὶ τῶν οἰκοδομημάτων ἃ ἐγένοντο ἐπὶ Περικλέους, Πλουτ. Περικλ. 13, Φιλόστρ. 922. 2) καὶ μετὰ καινότητος μὲν λόγου ἀπατᾶσθαι ἄριστοι, εἰς τὸ νὰ ἀπατᾶσθε ὑπὸ λόγου καινοῦ εἶσθε ἄριστοι, Θουκ. 3. 38· ἐπὶ τῇ καινότητι τῶν εὑρημένων Ἰσοκρ. 208Β· χρὴ γὰρ εἰς ὄχλον φέρειν.. ὅσ’ ἄν τις καινότητ’ ἔχειν δοκῇ Ἀναξανδ. ἐν Ἀδήλ. 3· ἡ ἐν τοῖς σχηματισμοῖς καινότης Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμ. Ἐπ. β΄, 3· πληθ. καινότητες, νέα πράγματα, Ἰσοκρ. 23Α· αἱ καινότητες καὶ αἱ ὑπερβολαὶ τῶν τιμῶν Δίων Κ. 44. 3.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 nouveauté, fraîcheur;
2 nouveauté, singularité.
Étymologie: καινός.
English (Strong)
from καινός; renewal (figuratively): newness.