μουσοφιλής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />ami des Muses.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[φιλέω]].
|btext=ής, ές :<br />ami des Muses.<br />'''Étymologie:''' [[μοῦσα]], [[φιλέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[μουσοφιλής]], -ές)<br />[[προσφιλής]] στις Μούσες, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φιλής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φίλος]]) <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>φιλής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσοφῐλής Medium diacritics: μουσοφιλής Low diacritics: μουσοφιλής Capitals: ΜΟΥΣΟΦΙΛΗΣ
Transliteration A: mousophilḗs Transliteration B: mousophilēs Transliteration C: mousofilis Beta Code: mousofilh/s

English (LSJ)

ές,

   A loving the Muses, ἕταρος AP11.44 (Phld.).

Greek (Liddell-Scott)

μουσοφῐλής: -ές, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν φιλούμενος, Ἀνθ. Π. 11. 44.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ami des Muses.
Étymologie: μοῦσα, φιλέω.

Greek Monolingual

-ές (Α μουσοφιλής, -ές)
προσφιλής στις Μούσες, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -φιλής (< φίλος) πρβλ. θεο-φιλής].