ἀμοθεί: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
(Bailly1_1)
(1)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans querelle, sans dissension.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μόθος]].
|btext=<i>adv.</i><br />sans querelle, sans dissension.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μόθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμοθεί:''' v. l. [[ἀμοθί]] adv. без разногласий, единодушно (βουλευσάμενοι Thuc.).
}}
}}

Revision as of 16:04, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοθεί: Ἐπίρρ. ἐν Θουκ. 5. 77, ἐκ συμβατηρίου ἐγγράφου μεταξὺ Λακεδαιμον. καὶ Ἀργείων, πιθ. (ἐκ τοῦ α στερ. καὶ μόθος), ἄνευ φιλονικίας ἢ φατριασμοῦ, ἀστασιάστως, ἴδε Ahrens π. Δωρ. Διαλ. σ. 481. ― Ὁ τύπος εἰς -ει ὑποστηρίζεται ὑπὸ Θεογνώστ. Καν. σ. 165· «τὰ εἰς θει ἐπιρρήματα διὰ τῆς ει διφθόγγου γράφονται, οἷον ἀμοθεί, ἀμοχθεὶ κτλ.·» ὥστε ἡ γραφὴ ἀμόθι = ἀμοῦ γέπου (πρβλ. οὐδαμόθι) δὲν δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans querelle, sans dissension.
Étymologie: ἀ, μόθος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμοθεί: v. l. ἀμοθί adv. без разногласий, единодушно (βουλευσάμενοι Thuc.).