σπαραγματώδης: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />déchirant, convulsif.<br />'''Étymologie:''' [[σπάραγμα]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />déchirant, convulsif.<br />'''Étymologie:''' [[σπάραγμα]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῶδες, Α [[σπάραγμα]], -<i>άγματος</i>]<br />ο όμοιος με [[σπάραγμα]] ή αυτός που προκαλεί σπαραγμό. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A convulsive, Plu.2.130d.
German (Pape)
[Seite 916] ες, krampfhaft, -artig, κραυγή, Plut. de sanit. tuenda p. 392.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰραγμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) σπασμώδης, ὁμοιάζων μὲ σπαραγμόν, κραυγὴ Πλούτ. 2. 130D.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
déchirant, convulsif.
Étymologie: σπάραγμα, -ωδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α σπάραγμα, -άγματος]
ο όμοιος με σπάραγμα ή αυτός που προκαλεί σπαραγμό.