πολυέλικτος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui s’enroule plusieurs fois;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> très varié.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἑλίσσω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui s’enroule plusieurs fois;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> très varié.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἑλίσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=και επικ. τ. [[πουλυέλικτος]], -ον, ΜΑ<br />(για χορό) αυτός που εκτελείται με πολλές στροφές («[[πουλυέλικτος]] χορείη», <b>Νόνν.</b>)<br />(| <b>αρχ.</b> αυτός που έχει πολλές σπείρες, πολύ κουλλουριασμένος («πολυέλικτον [[ἔντερον]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλικτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἑλίσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>έλικτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυέλικτος Medium diacritics: πολυέλικτος Low diacritics: πολυέλικτος Capitals: ΠΟΛΥΕΛΙΚΤΟΣ
Transliteration A: polyéliktos Transliteration B: polyeliktos Transliteration C: polyeliktos Beta Code: polue/liktos

English (LSJ)

ον,

   A much convoluted, ἔντερον Gal.2.572; τὸ π., of a nerve, Id.UP9.13.    II π. ἁδονά the pleasure of the mazy dance, E.Ph.314 (lyr.); Ep. πουλυ-, π. χορείη Nonn.D.21.185.

German (Pape)

[Seite 662] vielfach gewunden, übh. mannichfach, ἡδονή, Eur. Phoen. 319.

Greek (Liddell-Scott)

πολυέλικτος: -ον, ὁ πολὺ ἑλικτός, ἔντερον Γαλην.· πολ. ἁδονά, ἡ ἡδονὴ τοῦ ἑλικτοῦ χοροῦ, Εὐρ. Φοίν. 314· π. χορείη Νόνν. Δ. 21. 183. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυέλικτον· πολύκυκλον». ― Ἐπίρρ. πολυελίκτως, Γερμ. Μετοχ. ἐν Σαθ. Μεσ. βιβλ. τ. ... σ. 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui s’enroule plusieurs fois;
2 fig. très varié.
Étymologie: πολύς, ἑλίσσω.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυέλικτος, -ον, ΜΑ
(για χορό) αυτός που εκτελείται με πολλές στροφές («πουλυέλικτος χορείη», Νόνν.)
(