κρουσματικός: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[κρουματικός]].
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[κρουματικός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κρουσματικός]] και [[κρουματικός]], -ή, -όν) [[κρούσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κρούσμα]] νόσου<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρουματικός]].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1514] = κρουματικός; λέξεις κρ., Pol. 3, 36, 3, von leeren, bloß tönenden Wörtern.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. κρουματικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κρουσματικός και κρουματικός, -ή, -όν) κρούσμα
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κρούσμα νόσου
αρχ.
κρουματικός.