κρουσματικός: Difference between revisions

22
(Bailly1_3)
(22)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[κρουματικός]].
|btext=ή, όν :<br /><i>c.</i> [[κρουματικός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κρουσματικός]] και [[κρουματικός]], -ή, -όν) [[κρούσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[κρούσμα]] νόσου<br /><b>αρχ.</b><br />[[κρουματικός]].
}}
}}