τηλέπλανος: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_5) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui erre au loin.<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], πλανάομαι. | |btext=ος, ον :<br />qui erre au loin.<br />'''Étymologie:''' [[τῆλε]], πλανάομαι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που περιπλανιέται σε μακρινά μέρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τηλ</i>(<i>ε</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλανος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πλανῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ἀλί</i>-<i>πλανος</i>, <i>πολύ</i>-<i>πλανος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:57, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A far-wandering, πλάναι τ. devious wanderings, A.Pr.576 (lyr., restored by Seidler metri gr. for τηλέπλαγκτοι).
Greek (Liddell-Scott)
τηλέπλᾰνος: ὁ μακρὰν πλανώμενος, ποῖ μ’ ἄγουσι τηλέπλανοι πλάναι; Αἰσχύλ. Πρ. 576· - ἐκ διορθώσεως τοῦ Elmsl. χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ τηλέπλαγκτοι.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui erre au loin.
Étymologie: τῆλε, πλανάομαι.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που περιπλανιέται σε μακρινά μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε)- + -πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. ἀλί-πλανος, πολύ-πλανος].