Λητῷος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(Bailly1_3)
(5)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de Latone : Λητῴα [[κόρη]] SOPH la fille de Latone (Artémis).<br />'''Étymologie:''' [[Λητώ]].
|btext=α, ον :<br />de Latone : Λητῴα [[κόρη]] SOPH la fille de Latone (Artémis).<br />'''Étymologie:''' [[Λητώ]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Λητῷος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στη [[Λητώ]] ή γεννήθηκε από αυτήν, σε Σοφ.· Δωρ. Λᾶτῴα, σε Ανθ.· θηλ. επίσης, Λητωΐς, <i>-ΐδος</i>, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Λητῷος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὴν Λητὼ ἢ γεγεννημένος ἐκ τῆς Λητοῦς, κόρη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 169, Σοφ. Ἠλ. 570· Δωρ. Λατῴα, Ἀνθ. Π. 6. 280· θηλ. ὡσαύτως Λατωιάς, άδος, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 83, Ὀππ. κτλ.· καὶ Λητωίς, ίδος. Ἀνθ. Π. 6. 272, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 938. ΙΙ. τὸ Λητῷον, ὁ ναὸς τῆς Λητοῦς, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. ἐν ἀρχ., Στράβ. 665.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Latone : Λητῴα κόρη SOPH la fille de Latone (Artémis).
Étymologie: Λητώ.

Greek Monotonic

Λητῷος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στη Λητώ ή γεννήθηκε από αυτήν, σε Σοφ.· Δωρ. Λᾶτῴα, σε Ανθ.· θηλ. επίσης, Λητωΐς, -ΐδος, στον ίδ.