Λητῷος

From LSJ

καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λητῷος Medium diacritics: Λητῷος Low diacritics: Λητώος Capitals: ΛΗΤΩΟΣ
Transliteration A: Lētō̂ios Transliteration B: Lētōos Transliteration C: Litoos Beta Code: *lhtw=|os

English (LSJ)

v. sub Λητώ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Latone : Λητῴα κόρη SOPH la fille de Latone (Artémis).
Étymologie: Λητώ.

Russian (Dvoretsky)

Λητῷος: дор. Λᾱτῷος 3 adj. к Λητώ: Λητῴα κόρη Soph. = Ἄρτεμις.

Greek (Liddell-Scott)

Λητῷος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς τὴν Λητὼ ἢ γεγεννημένος ἐκ τῆς Λητοῦς, κόρη Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 169, Σοφ. Ἠλ. 570· Δωρ. Λατῴα, Ἀνθ. Π. 6. 280· θηλ. ὡσαύτως Λατωιάς, άδος, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 83, Ὀππ. κτλ.· καὶ Λητωίς, ίδος. Ἀνθ. Π. 6. 272, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 938. ΙΙ. τὸ Λητῷον, ὁ ναὸς τῆς Λητοῦς, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. ἐν ἀρχ., Στράβ. 665.

Greek Monotonic

Λητῷος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στη Λητώ ή γεννήθηκε από αυτήν, σε Σοφ.· Δωρ. Λᾶτῴα, σε Ανθ.· θηλ. επίσης, Λητωΐς, -ΐδος, στον ίδ.

Middle Liddell

Λητῷος, η, ον [from Λητώ
of or born from Leto, Soph.; doric Λατῴα, Anth.: fem. also Λητωίς, ίδος, Anth.