ῥάματα: Difference between revisions
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>fruit</i> = [[σταφυλίς]].<br />'''Étymologie:''' mot macédonien. | |btext=<i>fruit</i> = [[σταφυλίς]].<br />'''Étymologie:''' mot macédonien. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὰ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «βοτρύδια, [[σταφυλίς]]. Μακεδόνες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. συνδέεται με τη λ. <i>ῥάξ</i>, <i>ῥαγός</i> «[[ρώγα]]» και έχει πιθ. προέλθει από τ. <i>ῥάγματα</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:25, 29 September 2017
English (LSJ)
βοτρύδια, σταφυλίς (Maced.), Hsch. ῥαμβάς· ὁ δήμιος, Id. (cf. ῥαιβίας).
Greek (Liddell-Scott)
ῥάματα: «βοτρύδια. σταφυλίς, Μακεδόνες» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
fruit = σταφυλίς.
Étymologie: mot macédonien.
Greek Monolingual
τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «βοτρύδια, σταφυλίς. Μακεδόνες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ῥάξ, ῥαγός «ρώγα» και έχει πιθ. προέλθει από τ. ῥάγματα].