ἐϋκνήμις: Difference between revisions
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />aux belles bottines, aux beaux jambarts.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], κνῆμις. | |btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />aux belles bottines, aux beaux jambarts.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], κνῆμις. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐϋκνήμις]], -ιδος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραίες περικνημίδες (α. «ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἐϋκνήμιδες ἑταῑροι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) ο καλά οπλισμένος<br /><b>3.</b> (για άμαξες <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει ωραίες ακτίνες στους τροχούς («[[ἐϋκνήμις]] [[ἀπήνη]]» — [[άμαξα]] με ωραίες ακτίνες, <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> (<i>εϋ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-<i>κνήμης</i>, <i>δασυ</i>-<i>κνήμης</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ῑδος, ὁ, ἡ,
A well-greaved, freq. in nom. and acc. pl. ἐϋκνήμῑδες, ἐϋκνήμῑδας, in Il. always epith. of Ἀχαιοί 1.17, al.; in Od. also of ἑταῖροι, 2.402, 9.550: gen. sg. as fem., -κνήμῑδος Ἰτώνης Poet. ap. EM519.1. II with goodly spokes, ἀπήνη Nonn.D.7.140.
Greek (Liddell-Scott)
ἐϋκνήμῑς: ῑδος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὰς κνημῖδας, καθόλου εὔοπλος, συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἐϋκνήμῑδες, ἐϋκνήμῑδας, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν Ἀχαιῶν, ἐν δὲ τῇ Ὀδ. καὶ τῶν ἑταίρων, ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι Β. 402, Ι. 550. ΙΙ. ἔχουσα ὡραίας ἀκτῖνας ἐν τοῖς τροχοῖς, ἀπήνη Νόνν. Δ. 7. 140.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ὁ, ἡ)
aux belles bottines, aux beaux jambarts.
Étymologie: εὖ, κνῆμις.
Greek Monolingual
ἐϋκνήμις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ωραίες περικνημίδες (α. «ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.
β. «ἐϋκνήμιδες ἑταῑροι», Ομ. Οδ.)
2. (κατ' επέκτ.) ο καλά οπλισμένος
3. (για άμαξες κ.λπ.) αυτός που έχει ωραίες ακτίνες στους τροχούς («ἐϋκνήμις ἀπήνη» — άμαξα με ωραίες ακτίνες, Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + -κνημις (< κνήμη), πρβλ. αλι-κνήμης, δασυ-κνήμης].