καλλιπάρῃος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux belles joues.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[παρειά]].
|btext=ος, ον :<br />aux belles joues.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[παρειά]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[παρειά]]): faircheeked.
}}
}}

Revision as of 15:31, 15 August 2017

German (Pape)

[Seite 1310] schönwangig; Χρυσηΐς, Ἑλένη, Il. 1, 143 Od. 15, 123; παρθένος Ant. Th. 46 (IX, 96).

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπάρῃος: -ον, ἔχων ὡραίας παρειάς, Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον Ἰλ. Α. 143· Ἑλένη δὲ παρίστατο καλλιπάρῃος Ὀδ. Ο. 123· Λητοῖ... καλλιπαρῄῳ Ἰλ. Ω. 607· ὅτ’ ἄγετο καλλιπάρᾳον ἢ καλλίπαχυν κόραν Βακχυλ. ΧΙΧ. 4 Blass. κτλ.· - καλλιπάρειος παρὰ Πολυδ. Β΄, 87.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles joues.
Étymologie: καλός, παρειά.

English (Autenrieth)

(παρειά): faircheeked.