φιλομμειδής: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>poét. c.</i> [[φιλομειδής]].
|btext=<i>poét. c.</i> [[φιλομειδής]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[φιλομειδής]].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλομμειδής Medium diacritics: φιλομμειδής Low diacritics: φιλομμειδής Capitals: ΦΙΛΟΜΜΕΙΔΗΣ
Transliteration A: philommeidḗs Transliteration B: philommeidēs Transliteration C: filommeidis Beta Code: filommeidh/s

English (LSJ)

ές, poet. for φιλομειδής,

   A laughter-loving, epith. of Aphrodite, Od.8.362, Il.3.424, Cypr.Fr.5, Hes.Th.989; Γλαυκονόμη φ. ib.256; μήτε φ. μάλα γίγνεο Naumach. ap. Stob.4.23.7: of Dionysus, AP9.524.22, in the form φιλομειδής also found in prose, Corn.ND24, Luc.Im.8, Aret.CA 2.3. Cf.sq.

German (Pape)

[Seite 1282] ές, poet. statt φιλομειδής, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομμειδής: -ές, ποιητ. ἀντὶ φιλομειδής, ὁ ἀγαπῶν τὸ μειδίαμα, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Θ. 362, Ἰλ. Γ. 424, κλπ., καὶ Ἡσ. ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ., κλπ.· ― ὁ τύπος φιλομειδὴς εὕρηται ἐν Λουκ. Εἰκ. 8, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524. ― Πρβλ. τὸ ἑπόμ.

French (Bailly abrégé)

poét. c. φιλομειδής.

Greek Monolingual

-ές, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φιλομειδής.