διαγελάω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(Bailly1_1)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> rire de, se moquer de, acc.;<br /><b>2</b> prendre un air riant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[γελάω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> rire de, se moquer de, acc.;<br /><b>2</b> prendre un air riant.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[γελάω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[reírse de]], [[burlarse de]], [[ridiculizar]] ὃν σὺ διαγελᾷς E.<i>Ba</i>.272, 322, οὕτω Μένων ἠγάλλετο ... τῷ φίλους διαγελᾶν X.<i>An</i>.2.6.26, cf. Plb.15.22.4, ἀναθεωροῦντες τὴν κακίαν τῶν ποιημάτων, διεγέλων τὸν [[Διονύσιον]] D.S.14.109, cf. Luc.<i>Nigr</i>.33, διαγελᾷ καὶ φλαυρίζει τὸν Σωκράτην ζητοῦντα Plu.2.1118c, τῶν ἰαμάτων τινὰ διεγέλα ὡς ἀπίθανα καὶ ἀδύνα[τα ἐόν] τα <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.121.35 (Epidauro IV a.C.), τὰ διαδεδ[ο] μένα [ἱερ] ά Phld.<i>Piet</i>.729, αἱ γυναῖκες ἀνέφερον τῷ βασιλεῖ, διαγελῶσαι τὴν ἀσχημοσύνην I.<i>AI</i> 16.223, διεγέλα καὶ παιδιὰν ἐποιεῖτο τὴν σπουδὴν τοῦ δήμου Luc.<i>Pseudol</i>.16, c. ac. adverb. ἡδὺ διαγελῶν S.<i>Fr</i>.171.3.<br /><b class="num">2</b> intr. [[reír]], [[exultar]], fig., de elementos de la naturaleza [[estar resplandeciente]], [[brillar]] διαγελώσης δὲ τῆς ὥρας Thphr.<i>HP</i> 8.2.4, cf. <i>CP</i> 1.12.8, ἡμέρας [[ἄρτι]] διαγελώσης Hld.1.1.1., cf. Procop.<i>Aed</i>.1.1.41, del agua περιλάμπεται καὶ διαγελᾷ Plu.2.950b, βυθοὶ ποταμῶν διαγελῶσιν Plu.2.952f, en una metáf. τῆς πολιτείας ὥσπερ θαλάττης τὰ διαγελῶντα el aire alegre de la política como el del mar</i> Plu.<i>Caes</i>.4.
}}
}}

Revision as of 12:08, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγελάω Medium diacritics: διαγελάω Low diacritics: διαγελάω Capitals: ΔΙΑΓΕΛΑΩ
Transliteration A: diageláō Transliteration B: diagelaō Transliteration C: diagelao Beta Code: diagela/w

English (LSJ)

   A laugh at, mock, τινά E.Ba.272,322, X.An.2.6.26, J.AJ 16.7.6, Phld.Piet.110, Plu.2.1118c; τῶν ἰαμάτων τινὰ δ. ὡς ἀπίθανα ἐόντα IG4.951.35 (Epid.): abs., Luc.Pseudol.16.    2 intr., look bright, of the weather, Thphr.HP8.2.4, CP1.2.8; δ. ἡ ἡμέρα Procop.Aed.1.1; of water, Plu.2.950b, cf. Caes.4.

Greek (Liddell-Scott)

διαγελάω: μέλλ. -άσομαι [ᾰ], γελῶ διά τινα, περιπαίζω τινά, τινὰ Εὐρ. Βάκχ. 272, 322, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 26, Πλούτ. 2. 1118C. 2) ἀμετάβ., μειδιῶ, εἶμαι φαιδρὸς, γαλήνιος, ἐπὶ τοῦ ἀέρος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 8. 2. 4· ἐπὶ τοῦ ὕδατος, Πλούτ. 2. 950A.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 rire de, se moquer de, acc.;
2 prendre un air riant.
Étymologie: διά, γελάω.

Spanish (DGE)

1 reírse de, burlarse de, ridiculizar ὃν σὺ διαγελᾷς E.Ba.272, 322, οὕτω Μένων ἠγάλλετο ... τῷ φίλους διαγελᾶν X.An.2.6.26, cf. Plb.15.22.4, ἀναθεωροῦντες τὴν κακίαν τῶν ποιημάτων, διεγέλων τὸν Διονύσιον D.S.14.109, cf. Luc.Nigr.33, διαγελᾷ καὶ φλαυρίζει τὸν Σωκράτην ζητοῦντα Plu.2.1118c, τῶν ἰαμάτων τινὰ διεγέλα ὡς ἀπίθανα καὶ ἀδύνα[τα ἐόν] τα IG 42.121.35 (Epidauro IV a.C.), τὰ διαδεδ[ο] μένα [ἱερ] ά Phld.Piet.729, αἱ γυναῖκες ἀνέφερον τῷ βασιλεῖ, διαγελῶσαι τὴν ἀσχημοσύνην I.AI 16.223, διεγέλα καὶ παιδιὰν ἐποιεῖτο τὴν σπουδὴν τοῦ δήμου Luc.Pseudol.16, c. ac. adverb. ἡδὺ διαγελῶν S.Fr.171.3.
2 intr. reír, exultar, fig., de elementos de la naturaleza estar resplandeciente, brillar διαγελώσης δὲ τῆς ὥρας Thphr.HP 8.2.4, cf. CP 1.12.8, ἡμέρας ἄρτι διαγελώσης Hld.1.1.1., cf. Procop.Aed.1.1.41, del agua περιλάμπεται καὶ διαγελᾷ Plu.2.950b, βυθοὶ ποταμῶν διαγελῶσιν Plu.2.952f, en una metáf. τῆς πολιτείας ὥσπερ θαλάττης τὰ διαγελῶντα el aire alegre de la política como el del mar Plu.Caes.4.