εἱλιτενής: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui s’allonge en spirale, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εἱλίσσω]], [[τείνω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui s’allonge en spirale, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εἱλίσσω]], [[τείνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἱλιτενής:''' -ές, προσων. του φυτού [[ἄγρωστις]], σε Θεόκρ. (πιθ. από τα [[ἕλος]], [[τείνω]]), αυτός που εξαπλώνεται μέσω των βάλτων. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 729] ἄγρωστις, durch Sümpfe (ἕλος) sich hinerstreckend, wuchernd, Theocr. 13, 42, vgl. gehol. u. E. M 299, 18.
Greek (Liddell-Scott)
εἱλιτενής: -ές, ἐπίθ. τῆς ἀγρώστιδος, καὶ θάλλοντα σέλινα καὶ εἱλιτενὴς ἄγρωστις, «ἐν τοῖς ἕλεσι γινομένη· ῥιζοβόλος γάρ, ἐπὶ πολὺ διικνουμένη· πλεονασμῷ τοῦ ι» Ἐτυμ. Μ. 299, 17.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s’allonge en spirale, plante.
Étymologie: εἱλίσσω, τείνω.
Greek Monotonic
εἱλιτενής: -ές, προσων. του φυτού ἄγρωστις, σε Θεόκρ. (πιθ. από τα ἕλος, τείνω), αυτός που εξαπλώνεται μέσω των βάλτων.