ζηλωτέος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
(Bailly1_2)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζηλωτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., [[ἄξιος]] ζήλου, Διογ. Λ. 5. 74. ΙΙ. ζηλωτέον, χρὴ ζηλοῦν, Πολύβ. 4. 27, νέοις ζ. τοὺς γέροντας Πλούτ. παρὰ Στοβ. 586. 1.
|lstext='''ζηλωτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., [[ἄξιος]] ζήλου, Διογ. Λ. 5. 74. ΙΙ. ζηλωτέον, χρὴ ζηλοῦν, Πολύβ. 4. 27, νέοις ζ. τοὺς γέροντας Πλούτ. παρὰ Στοβ. 586. 1.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ζηλόω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ζηλόω]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζηλωτέος Medium diacritics: ζηλωτέος Low diacritics: ζηλωτέος Capitals: ΖΗΛΩΤΕΟΣ
Transliteration A: zēlōtéos Transliteration B: zēlōteos Transliteration C: ziloteos Beta Code: zhlwte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be emulated, D.L.5.74.    II ζηλωτέον one must emulate or copy, Plb.4.27.8, Plu.2.12a; νέοις ζ. τοὺς γέροντας Id.Fr.inc.2.    2 one must strive after, πραότητι Ath. Med. ap. Orib.inc.21.18.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλωτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ἄξιος ζήλου, Διογ. Λ. 5. 74. ΙΙ. ζηλωτέον, χρὴ ζηλοῦν, Πολύβ. 4. 27, 8· νέοις ζ. τοὺς γέροντας Πλούτ. παρὰ Στοβ. 586. 1.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de ζηλόω.