τριταγωνιστέω: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />jouer les rôles de troisième ordre.<br />'''Étymologie:''' [[τριταγωνιστής]]. | |btext=-ῶ :<br />jouer les rôles de troisième ordre.<br />'''Étymologie:''' [[τριταγωνιστής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρῐτᾰγωνιστέω:''' μέλ. <i>τριταγωνιστήσω</i>, είμαι [[τριταγωνιστής]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be a τριταγωνιστής, D.18.262, 265, etc.; τ. τινί play the third part to another, Plu.2.840a.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐτᾰγωνιστέω: εἶμαι τριταγωνιστής, Δημ. 314. 12· ἐτριταγωνίστεις, ἐγὼ δὲ ἐθεώρουν 315. 18, κλπ.· τριταγωνιστῶν Ἀριστοδήμῳ ἐν τοῖς Διονυσίοις διετέλει Πλούτ. 2. 840Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
jouer les rôles de troisième ordre.
Étymologie: τριταγωνιστής.
Greek Monotonic
τρῐτᾰγωνιστέω: μέλ. τριταγωνιστήσω, είμαι τριταγωνιστής, σε Δημ.