ἐμπόλημα: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(Bailly1_2) |
(big3_14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />objet de trafic.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολάω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />objet de trafic.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολάω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[mercancía]] Μιλησία σμάραγδος, ἐ. τιμηέστατον <i>Trag.Adesp</i>.109, κάπηλος τοῦ ἐμπολήματος τοῦδε Procop.<i>Arc</i>.25.23, cf. <i>Goth</i>.4.17.2<br /><b class="num">•</b>fig. κόρη ... λωβητὸν ἐ. τῆς ἐμῆς φρενός S.<i>Tr</i>.538.<br /><b class="num">2</b> [[comercio]], [[negocio]] E.<i>Cyc</i>.137, τοὺς τόκους ἀπὸ τοῦ ἐμπολήματος Thphr.<i>Char</i>.6.9, διαχειρίζειν ἐ. Procop.<i>Aed</i>.1.9.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A matter of traffic, freight or cargo of a ship, κόρην παρεισδέδεγμαι λωβητὸν ἐ. (metaph.) S.Tr.538: pl., wares, merchandise, E.Cyc.137. II gain made by traffic, Thphr. Char.6.9.
German (Pape)
[Seite 816] τό, das Erhandelte, Erworbene, Theophr. Char. 6, 4; übertr., κόρην παρεισδέδεγμαι λωβητὸν ἐμπ. τῆς φρενός, schlechter Lohn, Soph. Tr. 534. – Die Waare, Eur. Cycl. 137.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπόλημα: ἐμπόρευμα, φορτίον πλοίου, κόρην παρεισδέδεγμαι λωβητὸν ἐμπ. (μεταφ.) Σοφ. Τρ. 538· ἐν τῷ πληθ., ἐμπορεύματα, Εὐρ. Κύκλ. 137. ΙΙ. τὸ ἐκ τοῦ ἐμπορίου κέρδος, Θεοφρ. Χαρακ. 6.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet de trafic.
Étymologie: ἐμπολάω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 mercancía Μιλησία σμάραγδος, ἐ. τιμηέστατον Trag.Adesp.109, κάπηλος τοῦ ἐμπολήματος τοῦδε Procop.Arc.25.23, cf. Goth.4.17.2
•fig. κόρη ... λωβητὸν ἐ. τῆς ἐμῆς φρενός S.Tr.538.
2 comercio, negocio E.Cyc.137, τοὺς τόκους ἀπὸ τοῦ ἐμπολήματος Thphr.Char.6.9, διαχειρίζειν ἐ. Procop.Aed.1.9.4.