θούρις: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(Bailly1_3)
 
(17)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιδος (ἡ) :<br />= [[νύμφη]], Μοῦσα.<br />'''Étymologie:''' mot macédonien.
|btext=ιδος (ἡ) :<br />= [[νύμφη]], Μοῦσα.<br />'''Étymologie:''' mot macédonien.
}}
{{grml
|mltxt=θοῡρις, -ιδος, ἡ (Α)<br />[[θούρος]]<br />(στον Όμ. [[πάντοτε]] με τα ουσ. [[αλκή]], [[αιγίς]], [[ασπίς]])<br />α) «θούριδος ἀλκῆς» — της πολεμικής ορμής, <b>Ομ. Οδ.</b><br />β) «θοῡρις [[ἀσπίς]]» — η [[ασπίδα]] με την οποία ορμάει [[κανείς]] στη [[μάχη]], <b>Ομ. Ιλ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[θούρος]]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
= νύμφη, Μοῦσα.
Étymologie: mot macédonien.

Greek Monolingual

θοῡρις, -ιδος, ἡ (Α)
θούρος
(στον Όμ. πάντοτε με τα ουσ. αλκή, αιγίς, ασπίς)
α) «θούριδος ἀλκῆς» — της πολεμικής ορμής, Ομ. Οδ.
β) «θοῡρις ἀσπίς» — η ασπίδα με την οποία ορμάει κανείς στη μάχη, Ομ. Ιλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θούρος].