καταφράσσω: Difference between revisions
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=couvrir d’une armure, cuirasser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φράσσω]]. | |btext=couvrir d’une armure, cuirasser.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φράσσω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταφράσσω]] (AM)<br /><b>παθ.</b> <i>καταφράσσομαι</i><br /><b>1.</b> καλύπτομαι καλά, σκεπάζομαι [[τελείως]]<br /><b>2.</b> [[φορώ]] θώρακα, θωρακίζομαι<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> περικυκλώνομαι προστατευτικά σαν με [[περίφραγμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[προστατεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A fortify, protect, in Pass., -φρασσόμενοι ἐν ταῖς φάλαγξιν LXX 1 Ma.6.38; πύργος σιδήρῳ -πεφραγμένος J.BJ7.8.5; τόπους ὅπλοις -πεφραγμένους καὶ ἵπποις Plu. Alex.16; ἵπποι κ. χαλκοῖς καὶ σιδηροῖς σκεπάσμασιν Id.Crass.24: metaph., πολλοῖς ἱππεῦσι καταπεφραγμένος Id.Alex.33.
French (Bailly abrégé)
couvrir d’une armure, cuirasser.
Étymologie: κατά, φράσσω.
Greek Monolingual
καταφράσσω (AM)
παθ. καταφράσσομαι
1. καλύπτομαι καλά, σκεπάζομαι τελείως
2. φορώ θώρακα, θωρακίζομαι
3. μτφ. περικυκλώνομαι προστατευτικά σαν με περίφραγμα
αρχ.
προστατεύω.