λεοντόβοτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(Bailly1_3)
 
(22)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui nourrit des lions;<br /><b>2</b> élevé par un lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]], [[βόσκω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui nourrit des lions;<br /><b>2</b> élevé par un lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]], [[βόσκω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λεοντόβοτος]], -ον (Α)<br />(για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο ζουν λιοντάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηρό</i>-<i>βοτος</i>, <i>ιππό</i>-<i>βοτος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui nourrit des lions;
2 élevé par un lion.
Étymologie: λέων, βόσκω.

Greek Monolingual

λεοντόβοτος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός στον οποίο ζουν λιοντάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. θηρό-βοτος, ιππό-βοτος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.].