λεοντόβοτος
From LSJ
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
English (LSJ)
fed on by lions, χώρα Str. 16.1.24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui nourrit des lions;
2 élevé par un lion.
Étymologie: λέων, βόσκω.
Greek Monolingual
λεοντόβοτος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός στον οποίο ζουν λιοντάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. θηρόβοτος, ιππόβοτος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.].
Middle Liddell
λεοντό-βοτος, ον βόσκω
fed on by lions, Strab.
German (Pape)
von Löwen beweidet, wo sich Löwen aufhalten, Λέρνα, Nonn. D. 8.240; vgl. Strab. XVI.747.