μηριόνης: Difference between revisions
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=(ὁ) :<br /><i>hapax</i>;<br />le sexe féminin (Anth. Pal. 5, 36).<br />'''Étymologie:''' [[μηρός]]. | |btext=(ὁ) :<br /><i>hapax</i>;<br />le sexe féminin (Anth. Pal. 5, 36).<br />'''Étymologie:''' [[μηρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[μηριόνης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μυόμορφων τρωκτικών της οικογένειας cricetidae<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το γυναικείο [[αιδοίο]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> [[Μηριόνης]]<br />[[ένας]] από τους ήρωες τών ομηρικών επών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ανήκει πιθ. στο προελληνικό γλωσσικό [[υπόστρωμα]]. Ο τ. με την αρχ. του [[σημασία]] «γυναικείο [[αιδοίο]]» <span style="color: red;"><</span> [[μηρός]] [[χάριν]] λογοπαιγνίου]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:27, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
hapax;
le sexe féminin (Anth. Pal. 5, 36).
Étymologie: μηρός.
Greek Monolingual
ο (Α μηριόνης)
νεοελλ.
ζωολ. γένος μυόμορφων τρωκτικών της οικογένειας cricetidae
αρχ.
1. το γυναικείο αιδοίο
2. ως κύριο όν. Μηριόνης
ένας από τους ήρωες τών ομηρικών επών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ανήκει πιθ. στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα. Ο τ. με την αρχ. του σημασία «γυναικείο αιδοίο» < μηρός χάριν λογοπαιγνίου].